λεπτουργός

λεπτουργός
λεπτουργός
producing fine work
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λεπτουργός — ό (ΑΜ λεπτουργός, όν) 1. αυτός που επεξεργάζεται κάτι με μεγάλη λεπτότητα 2. ως ουσ. αυτός που κατασκευάζει λεπτοτεχνήματα, ιδίως ο ειδικός τεχνίτης ξυλουργός που κατασκευάζει πολυτελή έπιπλα με λεπτουργημένες γλυπτές διακοσμητικές επιφάνειες.… …   Dictionary of Greek

  • λεπτουργός — ο αυτός που κατασκευάζει λεπτουργήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λεπτουργόν — λεπτουργός producing fine work masc/fem acc sg λεπτουργός producing fine work neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτουργούς — λεπτουργός producing fine work masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτ(ο)- — (AM λεπτ[ο]) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β συνθετικό (πρβλ. λεπτό γραμμος, λεπτό… …   Dictionary of Greek

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • διευθυντήριο — (γαλλ. Directoire). Συνταγματικό καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε στην επαναστατική Γαλλία τον Οκτώβριο του 1795, με το σύνταγμα του επαναστατικού έτους ΙΙΙ, και διατηρήθηκε έως τον Νοέμβριο του 1799. Στην πραγματικότητα το Δ. ήταν ένας από τους… …   Dictionary of Greek

  • λεπτουργία — η (AM λεπτουργία) [λεπτουργός] καλλιτεχνική επεξεργασία, δούλεμα με λεπτότητα, λεπτή τέχνη («σινδόνες ὑφασμέναι ὁμοίως κατὰ λεπτουργίαν ταῑς ἐκ τῶν ἐρίων πεποιημέναις», Ιώσ.) μσν. (για τη Δημιουργία) δεξιοτεχνική κατασκευή αρχ. 1. λεπτολογία… …   Dictionary of Greek

  • λεπτουργείο — το το εργαστήριο τού λεπτουργού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • λεπτουργικός — ή, ό (Α λεπτουργικός, ή, όν) [λεπτουργός] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λεπτουργία ή στον λεπτουργό («λεπτουργικά εργαλεία») 2. κατασκευασμένος, επεξεργασμένος με λεπτουργία («λεπτουργική επεξεργασία») 3. το θηλ. ως ουσ. η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”